περικάθημαι

περικάθημαι
και ιων. τ. περικάτημαι Α [κάθημαι]
1. κάθομαι ολόγυρα, περικαθέζομαι*
2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ
3. πολιορκώ από τη θάλασσα, αποκλείω
4. κάθομαι κοντά σε κάποιον ως σύντροφος ή φίλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περικάθημαι — to be seated all round pres ind mid 1st sg περικάθημαι to be seated all round pres ind mid 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάθηνται — περικάθημαι to be seated all round pres ind mid 3rd pl περικάθημαι to be seated all round pres ind mid 3rd pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάθηται — περικάθημαι to be seated all round pres ind mid 3rd sg περικάθημαι to be seated all round pres ind mid 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”